προσενετείλατο

προσενετείλατο
προσεντέλλομαι
enjoin
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσεντέλλομαι — Α παραγγέλλω, επιτάσσω επιπροσθέτως («ἅμα δὲ τούτοις προσενετείλατο τοῑς πρεσβευταῑς μὴ πρότερον ὡς αὑτὸν ἀπιέναι», Πόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”